- ποιφύγδην
- Αεπίρρ. με ισχυρό φύσημα ή με ισχυρό συριγμό, σφυριχτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιφύσσω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποιφύγδην — blowing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)